- τοιώσδε
- ΜΑεπίρρ. βλ. τοιόσδε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοιώσδε — τοιόσδε such as this masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιόσδε — οιάδε, όνδε, ιων. τ. θηλ. και τοιήδε, Α (δεικτ. αντων.) (επιτ. τ. τού τοῑος) 1. τέτοιος δα, τέτοιος όπως... («ἀοιδοῡ τοιοῡδ οἷος ὅδ ἐστί», Ομ. Οδ.) 2. (συχνά με επιτ. σημ.) τόσο μεγάλος, τόσο έξοχος ή τόσο κακός (α. «τοιόσδε τοσόσδε τε λαός», Ομ … Dictionary of Greek